- ἄνεμον
- ἄνεμοςwindmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHAERONIA et CHAERONEA seu CHERRONEA — CHAERONIA, et CHAERONEA, seu CHERRONEA Boeotiae urbs, ad Cephissum fluv. Plutarchi patria. Prius Anne dicebatur, testibus Pausaniâ, l. 9. paulo ante finem, et qui amat non raro buculâ (quod aiunt) Pausaniae arare, Stephanô Byzantiô, l. 22. περὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
PANIONIUM — locus sacer in Mycale promont. in Septentrionem vergens, communiter ab universis Ionibus Neptuno Heliconio dicatus. Hunc in locum quotannis conveniebant Iones ad peragenda sacrificia, quae et ipsa Panionia dicebantur. Stephanus: Πανιώνιον,… … Hofmann J. Lexicon universale
RADAUNUS seu RODAUNUS — amnis Germaniae, qui, Dantiscum praeterlapsus, sub ipsis oppidi moenibus, tertiô a mari milliari in Vistulam fluv. influti. Η᾿ριδανὸν, iudice Cluveriô, vocat Herodotus, qui ait, in extremis Europae finibus, Η᾿ριδανὸν καλέεςθαι πρὸς βαρβάρων… … Hofmann J. Lexicon universale
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ … Dictionary of Greek
κηλάς — κηλάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για σύννεφο, νεφέλη) αυτή που προμηνύει άνεμο, όχι βροχή (α. «αἱ κηλάδες νεφέλαι θέρους ἄνεμον σημαίνουσι», Θεόφρ. β. «κηλάς ἡμέρα» χειμερινή ημέρα, Ησύχ.) 2. φρ. «κηλὰς αἴξ», (κατά τον Ησύχ.) «αἴξ ἥτις κατά τὸ μέτωπον… … Dictionary of Greek
κυματίας — κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α) 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος 2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας)] … Dictionary of Greek
μεταμυθεύομαι — (Α) ταυτίζομαι μυθικά με κάποιον ή με κάτι («μεταμυθεύεσθαι εἰς τὸν ἄνεμον», σχόλ. στον Διον. Περιηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μυθεύω, ομαι «πλάθω μύθους, διηγούμαι μύθους»] … Dictionary of Greek
πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς … Dictionary of Greek
σανδαία — Α (κατά τον Ησύχ.) «τροπὴ ἀπὸ γῆς, ἔνιοι δὲ τὸν λίβα ἄνεμον» … Dictionary of Greek